- νεκρώνομαι
- νεκρώνομαι, νεκρώθηκα, νεκρωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αμφιθνήσκω — ἀμφιθνήσκω (Α) [θνῄσκω] (για τη σάρκα) απονεκρώνομαι γύρω από τραύμα 2. νεκρώνομαι, πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θνῄσκω] … Dictionary of Greek
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
ενθνήσκω — ἐνθνήσκω και ποιητ. τ. ἐνιθνήσκω (Α) [θνήσκω] 1. πεθαίνω σ έναν τόπο, πεθαίνω μέσα ή πάνω σε κάτι («σῇ γὰρ ἐνθανεῑν χερὶ θέλω» θέλω να πεθάνω στα χέρια σου, Ευρ.) 2. νεκρώνομαι μέσα σε κάτι, ναρκώνομαι (ἐνθανεῑν γε σοῑς πέπλοισι χεῑρ ἐμήν», Ευρ.) … Dictionary of Greek
εννεκρούμαι — ἐννεκροῡμαι, όομαι (Α) [νεκρούμαι] νεκρώνομαι, απονεκρώνομαι μέσα σε κάτι, πεθαίνω … Dictionary of Greek
κρυοπαγώ — έω (για μέλη τού σώματος) παθαίνω κρυοπαγήματα, νεκρώνομαι από ψύξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + παγώ (< πάγος < πήγνυμι)] … Dictionary of Greek
νεκρώνω — (ΑΜ νεκρῶ, όω, Μ και νεκρώνω) [νεκρός] 1. επιφέρω παύση τών λειτουργιών τής ζωής, προκαλώ θάνατο, θανατώνω («οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῡ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον», ΚΔ) 2. αμβλύνω τις αισθήσεις, παραλύω, ναρκώνω, απονεκρώνω («νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ … Dictionary of Greek
παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας … Dictionary of Greek
προσεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. (για τα νεύρα και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.) 2. μτφ. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ («μυθῶδες τὸ πλάσμα καὶ εἰς πᾶν προσεκπῑπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.) … Dictionary of Greek
συννεκρώ — όω, ΜΑ [νεκρῶ] 1. νεκρώνω ταυτόχρονα 2. (το παθ.) συννεκροῡμαι, όομαι (κυριολ. και μτφ.) νεκρώνομαι μαζί, απονεκρώνομαι κι εγώ (α. «τα φύλλα συννεκρωθέντα», Ανών. β. «τῇ διανοίᾳ συννεκροῡται», Βέττ. Βάλ.) … Dictionary of Greek
υπονεκρώ — όω, Α [νεκρῶ / ώνω] (εύχρ. το μέσ.) ὑπονεκροῡμαι, όομαι νεκρώνομαι κατά κάποιο τρόπο («χειμῶνος ὁ σκορπίος τῇ γῇ... ὑπονεκρωθεὶς κεῑται», Ιω. Λυδ.) … Dictionary of Greek